- υπεκπίπτω
- Α1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῡ καιροῡ», Ιώσ.)2. (για όργανο τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek